Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια πολιτεία μονάχη, στη μέση
του πουθενά…
Και σ αυτή την πολιτεία βασίλευε ένας βασιλιάς, που μια μέρα
πήγε στο κυνήγι κι εκεί, κανείς δε ξέρει πως, κάτι τρόμαξε τ’ άλογό του κι αυτό
χλιμίντρισε άγρια ορθώθηκε στα δύο πόδια και γκρέμισε το βασιλιά, που πληγώθηκε
βαριά και πήγε να πεθάνει. Και φώναξαν γιατρούς, φώναξαν μάγους για να γιάνει…
Και γέρεψε. Μόνο που δε θα μπορούσε ποτέ πια να
ξαναπερπατήσει δίχως στήριγμα. Γι’αυτό και του' φτιαξαν δεκανίκια χρυσά.
Όμως, ο βασιλιάς δεν ήθελε να είναι ο πρώτος απ’όλους και να’ναι
μονάχα αυτός ο ανήμπορος. Ήθελε να είναι ο πρώτος ανάμεσα σε ίσους. Έτσι,
έβγαλε διαταγή που κήρυκες την κήρυξαν απ’άκρη σ’άκρη σ’ολόκληρη την πολιτεία:
Ακούσατε ακούσατε! Νέοι, γέροι και παιδιά κι
αυλικοί και δουλικά κι αγρότες και στρατιώτεςςςςς… Ο πολυχρονεμένος βασιλιάς
προστάζει, όλοι να περπατούν με δεκανίκια. Βασιλική διαταγή! Και σ’όποιον
παρακούσει, η ποινή είναι θάνατος.
Στην αρχή, κάποιοι βρήκανε τόσο
παράλογη τη διαταγή που την αψήφισαν. Όμως, σαν πέσανε κεφάλια, όλοι υπάκουσαν
και μια νεκρική σιωπή τύλιξε την πολιτεία, που την έσπαγε πού και πού ο ξερός
ήχος απ’ τα δεκανίκια πάνω στο πατημένο χώμα και τις πλάκες τις παλιές, στα
σοκάκια στις αυλές…
Και πέρασε καιρός. Και σιγά,
σιγά, μικροί μεγάλοι ξέμαθαν να περπατούν σαν πρώτα. Κι οι παλιοί γέρασαν και
φύγανε και καινούρια παιδιά γεννήθηκαν που ποτέ δεν είχαν δει κανένα να
περπατάει δίχως δεκανίκια. Και πέρασε κι άλλος καιρός, ώσπου, μια μέρα, σε
βαθιά γεράματα, πέθανε ο μικρός, στην ψυχή του, βασιλιάς.
Τότε, ένας γέρος ερημίτης που
ζούσε σε μια καλύβα στην άκρη του δάσους και που δεν κρατούσε δεκανίκια παρά
μονάχα τις λίγες φορές που έπρεπε, για να πάρει ρύζι και λίγο τσάι, να κατέβει
ως το χωριό, τόλμησε, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια και χρόνια, να
περπατήσει μπροστά στους χωριανούς χωρίς δεκανίκια.
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε με, τους είπε. Ποτέ δεν
ξέμαθα να περπατάω, γιατί είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου να θέλει να στέκεται
όρθιος. Προσπαθήστε κι εσείς. Μπορείτε! Πέθανε ο βασιλιάς! Δεν έχετε τίποτα να
φοβηθείτε!....
Κάποιοι απ’ τους πιο νέους
πέταξαν τα δεκανίκια και προσπάθησαν να περπατήσουν. Όμως, δεν τα κατάφεραν.
Πέσανε στο χώμα, γεμίζοντας πληγές.
Τότε όλοι στο χωριό τον πήρανε
τον ερημίτη με τις πέτρες κι εκείνος, γυρνώντας με σκυμμένο κεφάλι στην καλύβα
του, είχε καταλάβει πως όταν κάποιος είναι σκλάβος μιας ανημποριάς ανύπαρκτης
για τόσο πολύ καιρό, δεν μπορεί να γίνει ελεύθερος από τη μια στιγμή στην άλλη.
Θα πληγωθεί. Γιατί η τόλμη δεν αρκεί. Χρειάζεται κι υπομονή κι επιμονή και
πειθαρχία η ελευθερία. Και κανένας δεν μπορεί να σου την επιβάλει, αν βαθιά
μέσα σου δεν την λαχταράς…
Όμως, το ίδιο εκείνο βράδυ, μόλις
έπεσε να κοιμηθεί, ο ερημίτης άκουσε έναν ήχο, κάτι σαν σούρσιμο φύλλων στο
κατώφλι του. Πίστεψε πως ήταν ο αέρας και δε σάλεψε. Αλλά, σε λίγο, ο ήχος
ξαναγύρισε σαν χτύπημα ρυθμικό πάνω στην πόρτα. Σηκώθηκε, άναψε το λυχνάρι,
ξεμαντάλωσε και είδε δέκα ζευγάρια λαμπερά μάτια να τον κοιτούν. Ήταν δέκα
παλικάρια από το χωριό που του είπαν:
Δάσκαλε, μάθε μας να περπατάμε
χωρίς δεκανίκια. Δίδαξέ μας την ελευθερία που έχει το ζαρκάδι στο δάσος και το
άλογο στη στέπα και ο λαγός και το κουνάβι και ο ασβός…
Δεν είμαι δάσκαλος. Είμαι ένας άνθρωπος
μοναχός, που επειδή δεν είχα να νοιαστώ γυναίκα και παιδιά, μπόρεσα κι αψήφησα
τη διαταγή του βασιλιά. Δεν χρειάστηκε να μάθω τίποτα. Μόνο να μην ξεμάθω. Τι θα
μπορούσε να διδάξει κάποιος που δεν ξέμαθε;
Όμως, τ’ αγόρια επέμειναν και
παρακάλεσαν και δεν δέχονταν να φύγουν αν δεν μάθαιναν από κείνον που δεν
ξέμαθε.
Ο γέρος τους κράτησε. Και μέρα τη
μέρα, σιγά σιγά, οι μυώνες τους δυνάμωσαν και τα πόδια άρχισαν να μπορούν να
κουβαλούν το σώμα. Κι ύστερα, βάλθηκαν να τρέχουν κι έπειτα έμαθαν να χορεύουν
ξεχασμένους, παλιούς χορούς…
Σαν ένιωσαν πως ήταν έτοιμοι,
κατέβηκαν στο χωριό, περπατώντας με το σώμα στητό και τα χέρια ελεύθερα. Και
μπροστά στους έκπληκτους χωριανούς, έτρεχαν και έκαναν τούμπες και χόρευαν.
Τότε δεν έμεινε κανείς να μην τους ακολουθήσει. Όλοι πέταξαν τα δεκανίκια και
πήγαν να χορέψουν.
Περιμένετε! Τους φώναξε ο
γέροντας. Όχι απότομα! Σιγά σιγά θα πρέπει το σώμα να συνηθίσει για να μπορεί
να υπακούει στου χορού τον ρυθμό. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα..Όχι ακόμα!
Όμως, όπως κανένας δεν ήθελε ν’
ακούσει, δεν έμεινε κανένας να μην πέσει
ανήμπορος στο χώμα. Κι εκεί να δεις πληγές και σπασίματα και φωνές και βογκητά
κι ουρλιαχτά! Κι έγινε μεγάλη αναταραχή. Κι ήρθαν στρατιώτες κι έπιασαν τους ταραχοποιούς.
Κι οι δικαστές τους δίκασαν, ξεθάβοντας τον παλιό νόμο.
Σκληρός ο νόμος, αλλά νόμος,
είπε ο καινούριος βασιλιάς. Η ποινή θάνατος!
Ο δάσκαλος και τα δέκα παλικάρια
χάθηκαν. Όλα ξαναγύρισαν στον παλιό, γνώριμο ρυθμό που δίνουνε τα δεκανίκια,
και ποτέ πια κανείς δεν τόλμησε να περπατήσει δίχως στήριγμα σε κείνη εκεί την
πολιτεία.
Και από τότε, στον τόπο εκείνο,
όταν οι παραμυθάδες λένε παραμύθια, αφηγούνται και μια ιστορία παράξενη:πως
κάποτε, σε κάποιο μέρος του κόσμου, οι άνθρωποι περπατούσανε με το σώμα στητό
και τα χέρια ελεύθερα…
Άραγε, να είναι αλήθεια; Ή μήπως
να ναι κι αυτό ένα από τα τόσα και τόσα παραμύθια; (Από τη σειρά παραμυθιών Κι αν σου μιλώ με παραμύθια, Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών, της Λίλη Λαμπρέλλη, Εκδόσεις Πατάκη)