Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Η γέφυρα του γίγαντα (Ιρλανδία)


Μια φορά κι έναν καιρό – τότε που ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν με τους γίγαντες μονοιασμένοι – υπήρχε ένας γενναίος πολεμιστής στην Ιρλανδία που τον λέγανε Φινν.

Ο Φινν ήταν από εκείνους τους πολεμιστές που είχαν αίμα γιγάντων και γι’αυτό ήταν ψηλός και τρομερός στη μάχη. Είχε πολεμήσει τους μαύρους πειρατές κι είχε βουλιάξει τα καράβια τους, είχε με εξυπνάδα ξεγελάσει τα μπλε ξωτικά του δάσους κι είχε κατατροπώσει τους ληστές των βουνών για να μπορεί η θεία του να περνάει από την οροσειρά και να πηγαίνει να τον βλέπει όποτε του έφτιαχνε κέικ.

Μια μέρα που περπατούσε στην ακτή κοντά στην παλιά γέφυρα του γίγαντα – η γιαγιά του η γιγάντισσα έλεγε ότι την είχε φτιάξει ο παππούς τους αλλά δεν την πίστευε και πολύ – ο Φινν είδε ένα κορίτσι να ατενίζει τη θάλασσα, τα μαύρα μαλλιά της να ανεμίζουν στον κρύο αέρα της Ιρλανδίας και τη ρώτησε τι κάνει εκεί.

- Κοιτάω τις ακτές της Σκωτίας – του είπε η κοπέλα δείχνοντας τη γη απέναντι.
Την λέγανε Ούνα κι ο Φινν την αγάπησε με την πρώτη ματιά αν και εκείνη τον αγάπησε με τη δεύτερη. Είχε φύγει από τη Σκωτία όταν σε μια μάχη με τον τρομερό γίγαντα πολεμιστή Μπεναντόνερ το χωριό της είχε καταστραφεί. Κουρασμένη από τις μάχες είχε περάσει τη γέφυρα του γίγαντα μια νύχτα κι είχε έρθει στην Ιρλανδία αλλά της έλειπε το σπίτι της και τα αλμυρά λιβάδια του χωριού της.

Παντρευτήκανε μια μέρα δίπλα στη θάλασσα και ο Φινν της έφτιαξε ένα σπίτι με πέτρες γκρι και σταθερές για να μη τις παίρνει ο άγριος αέρας. Έφτιαξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας να βλέπει προς τις ακτές της Σκωτίας και τη γέφυρα του γίγαντα που οδηγούσε στο χωριό της αν και το χωριό της δεν ήταν πια εκεί. Κι ήταν ευτυχισμένοι.

Ένα βράδυ που ο αγέρας φυσούσε λυσσασμένα γύρω από το μικρό γκρι σπιτάκι χτύπησε η πόρτα κι η Ούνα πήγε ανήσυχη να δει ποιος είναι γιατί η σούπα ήταν έτοιμη κι ο Φινν δεν είχε έρθει ακόμα. Άνοιξε τη βαριά πόρτα κρατώντας το σπαθί της – γιατί οι ληστές είχαν πολλαπλασιαστεί στην ακτή εκείνα τα χρόνια – και είδε τον ξάδελφο της να την περιμένει. Είχε περάσει με κάθε προφύλαξη τη γέφυρα του γίγαντα για να την ειδοποιήσει ότι ο Μπεναντόνερ είχε ακούσει για τον γενναίο Φινν και δεν ανεχόταν να υπάρχει κι άλλος πολεμιστής με αίμα γιγάντων πιο ξακουστός από αυτόν. Λογάριαζε λοιπόν την άλλη μέρα να περάσει τη γέφυρα και να καλέσει τον Φινν σε μάχη.

Η Ούνα ήξερε την καρδιά του Φινν και ήταν σίγουρη πως θα έλεγε ναι. Θυμόταν όμως η Ούνα πως ο Μπεναντόνερ είχε γονείς γίγαντες ενώ ο Φινν μόνο παππούδες και φοβόταν πως θα σκοτωθεί ο άντρας της στη μάχη. Έδιωξε γρήγορα τον ξάδελφο της και έριξε στη σούπα βοτάνια τρομερά που θα κοιμίζανε και τους θεούς. Όταν ήρθε ο Φινν τον φίλησε στο μάγουλο και έκανε την άρρωστη για να μη φάει, εκείνος όμως μόλις τελείωσε τη σούπα του κοιμήθηκε πάνω στο τραπέζι με τα ροχαλητά του τόσο δυνατά που τρέμανε οι πέτρες του σπιτιού.

Γρήγορα – γρήγορα η Ούνα του ξύρισε τα πλούσια γένια και έφερε με κόπο στο σπίτι το ξύλινο παχνί των ζώων που το έστρωσε με σεντόνια άσπρα κεντημένα για να μοιάζει με κούνια. Με μεγάλη προσπάθεια έβαλε τον Φινν μέσα. Άνοιξε το παλιό μπαούλο της γιαγιάς του Φινν με τα αναμνηστικά της και του έβαλε το μωρουδιακό σκουφί του παππού του γίγαντα και τα μωρουδιακά ρουχαλάκια και δίπλα άφησε την τεράστια πιπίλα. Κι αφού όλα ήταν έτοιμα κάθισε να περιμένει στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας.

Τα ξημερώματα είδε τον τρομερό όγκο του Μπεναντόνερ να περνάει τη γέφυρα του γίγαντα, η γη να αντηχεί ρυθμικά στα βήματα του. Βγήκε στην πόρτα της κάνοντας ότι μόλις είχε ξυπνήσει.
- Καλημέρα Ούνα, φώναξε ο Μπεναντόνερ
- Καλή σου μέρα Μπεναντόνερ. Πώς κι από τα μέρη μας;
- Έμαθα ότι παντρεύτηκες Ούνα και ήρθα να δώσω ένα μάθημα στον άντρα σου που διαλαλεί ότι έχει αίμα γιγάντων.
- Δεν είναι ο άντρας μου εδώ – είπε η Ούνα σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της – μόνο ο γιος μας είναι μέσα και κοιμάται κι εκείνος έχει πάει για κυνήγι.

Κάλεσε τον Μπεναντόνερ στο σπίτι που μπήκε μέσα σκυφτός για να μη χτυπάει το κεφάλι του στο ταβάνι. Κι όσο η Ούνα έφτιαχνε το τσάι του σε μία μεγάλη κατσαρόλα ο Μπεναντόνερ είδε το γιγάντιο μωρό που κοιμόταν στο παχνί.
- Αυτός είναι ο γιος σου; ρώτησε την Ούνα.
- Αυτός, είπε η Ούνα χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της από την κατσαρόλα.

Ο Μπεναντόνερ, βλέποντας τον τρομερό Φινν να κοιμάται και νομίζοντας ότι είναι το μωρό του Φινν και της Ούνα δείλιασε γιατί σκέφτηκε ότι αν το μωρό είναι τόσο ψηλό και δυνατό τότε σίγουρα ο πατέρας πρέπει να είναι πραγματικός γίγαντας. 

Τρελός από φόβο βγήκε γρήγορα από το σπίτι κι έτρεξε προς τη Σκωτία – με κάθε βήμα κατέστρεφε και λίγο από τη γέφυρα του γίγαντα για να είναι σίγουρο ότι ο τρομερός Φινν δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει. Γύρισε στη Σκωτία και για όλη του τη ζωή κοιτούσε τρομαγμένος προς τις ακτές της Ιρλανδίας, μήπως κι ο γίγαντας Φινν αποφασίσει με δυο δρασκελιές να φτάσει στην ακτή και να τον καλέσει σε μάχη.

Κι έτσι, ο Φινν και η Ούνα ζήσαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια και κάνανε πολλά παιδιά, άλλα γίγαντες κι άλλα ανθρώπους που αν ξέρεις που να ψάξεις θα τα αναγνωρίσεις σ’όλες τις γωνιές του κόσμου.

Το παραμύθι είναι βασισμένο σε έναν από τους θρύλους για το Giant’s Causeway στην Country Antrim της Βόρειας Ιρλανδίας.