Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

εποχή για ρόδια!

Έχω πάρα πολύ καιρό να αναρτήσω κάτι, αλλά σήμερα διάβασα ένα πολύ ωραίο ποστ από το blog  ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ ΚΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ παραμύθια κι ιστορίες ή πως μας αφηγείται η ζωή…
και είπα να το μοιραστώ μαζί σας:


Το ρόδι συμβολίζει τη γονιμότητα και την αφθονία. Στην ελληνική μυθολογία έχει συνδεθεί με την απαγωγή της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο: όταν ο Πλουτώνας κατάλαβε ότι ήταν υποχρεωμένος να επιτρέψει στην Περσεφόνη να επιστρέψει στην επιφάνεια της Γης και στη μητέρα της της Δήμητρα, την εκέρασε ένα ρόδι γινωμένο. Έφαγε μόνο λίγους σπόρους και πάλι καλά, διότι όπως όριζαν οι Μοίρες, όποιος έτρωγε οτιδήποτε στον Άδη, όφειλε να παραμείνει εκεί μια αιωνιότητα. Έτσι η Περσεφόνη, μπορεί και ζει επί του φλοιού το μισό χρόνο και υπό του φλοιού τον άλλο μισό. Μαζί της έρχονται και φεύγουν οι εποχές. Όταν επιστρέφει εκεί Κάτω, στον υπέργειο κόσμο μας έρχονται το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Μόλις φανεί στα δικά μας μέρη (αν και ο Άδης κατά μία έννοια κι αυτός οικείος τόπος είναι) όλα ανθίζουν και καρπίζουν, η άνοιξη και το καλοκαίρι είναι εδώ.

Καθώς συχνά η Περσεφόνη απεικονίζεται να κρατά ένα ρόδι στα χέρια, κατά μία έννοια το ρόδι συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Της έχει δοθεί από έναν χθόνιο θεό, άρα θα έλεγε κανείς ότι το ίδιο το μυστικό της ζωής, ο σπόρος της αφθονίας και της γονιμότητας οφείλεται στην ύπαρξη του Μεγάλου Ύπνου ή ακόμα καλύτερα στο συμβολισμό των εναλλαγών.

Όχι τυχαία λοιπόν, το ρόδι τιμήθηκε διαχρονικά και σε πολλούς τόπους. Για τους βουδιστές αποτελεί ιερό καρπό. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το τοποθετούσαν δίπλα στους νεκρούς τους σαν τους έθαβαν. Σύμφωνα με το κοράνι, στους κήπους του παραδείσου φυτρώνουν ροδιές. Οι χριστιανικές παραδόσεις ταυτίζουν το ρόδι με τον Ιησού, καθώς θεωρούν ότι συμβολίζει το πέρασμα από τη θυσία στην ανάλειψη. Σύμβολο της Κυβέλης (που “συνόδευσε” τον ερχομό του ροδιού από το ανατολικό Ιράν πολλούς αιώνες πριν), σύμβολο των θεοτήτων που εμφανίζονται με τριπλή μορφή – της Εκάτης, των Μοιρών, των Ερινύων, των Χαρίτων. Ο Εσφαντιάρ, μία αρχαία ηρωική φιγούρα της Περσίας, τρώγοντας σπόρους ροδιού μπορούσε να γίνεται αόρατος. Ο θεός Γκανέσα των ινδουιστών λάτρευε τα ρόδια και η αγιουρβέδα – μια αρχαία ινδική θεραπευτική μέθοδος – επίσης! Εσείς;


και μετά από αυτή την ιστορία μου ήρθε στο μυαλό, η συνταγή για λικέρ από ρόδι από το in my closet, πατήστε όσοι ενδιαφέρεστε εδώ

Αυτά προς το παρόν 

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Οικογενειακές στιγμές...



Αυτό που μ’ αρέσει στις οικογενειακές συγκεντρώσεις είναι κυρίως που είναι ποικιλόμορφες. Έχουν απ’όλα, γέλια, κουτσομπολιά, αναμνήσεις, αλλά και στιγμές στα όρια των καβγάδων…

Σήμερα, λοιπόν, ήταν μια τέτοια μέρα! Ξεκίνησε, ως συνήθως, με ωραία πράγματα, καφέδες, αλκοολ, φαί και κάποια στιγμή πιάνουμε ένα θέμα που είναι αμφιλεγόμενο. Δηλαδή, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και αρχίζει το «πατιρντί». Ένταση στο χώρο, ώσπου κάτι ρωτάει ο μπαμπάς άσχετο, κοκκαλώνουμε όλοι και μας πιάνει νευρικό γέλιο. Και μετά τι ακολούθησε; Τραγούδι και χορός! Είπε ο καθένας το δικό του αγαπημένο τραγούδι και αρχίσαμε να χορεύουμε. Και έτσι έληξε όμορφα η βραδιά…

Μέσα σε όλον αυτό το ποικιλόμορφο τοπίο, θυμήθηκαν και κάποια ποιήματα από το σχολείο. Έτσι:

Το καλοκαίρι

Ο κόσμος λάμπει σαν αστέρι
βουνά και κάμποι δέντρα και νερά
γιορτάζουν πάλι το καλοκαίρι, Θεού χαρά

Φωνούλες γέλια φέρνει τ’ αέρι
μέσα απ’ τα αμπέλια τα καρπερά
παιδιά αγγελούδια ψάλλουν τραγούδια
το καλοκαίρι, Θεού χαρά

Αμάραντο στεφάνι (η θ.Μαίρη δε το θυμόταν ολόκληρο. Ήθελε ο δάσκαλος να της βάλει να πει ένα με τον Κολοκοτρώνη αλλά αντιστάθηκε και έτσι κέρδισε το αμάραντο στεφάνι)

…..Χαρμόσυνα στις εκκλησιές
χτυπούνε οι καμπάνες
και με λαχτάρα καρτερούν οι Ελληνίδες μάνες
να δουν τα παλικάρια τους τα δαφνοστολισμένα
που έρχονται από τον πόλεμο και πάλι δοξασμένα….

(εδώ έπεσε και ένα δάκρυ δε ξέρω γιατί, ξέρει εκείνη)

Της μαμάς στην έκτη δημοτικού (δεν υπάρχει τίτλος)
Πόσο γρήγορα περνά
κάθε κομμάτι από τη ζωή
κυρίες και κύριοι μου
πάνε τα έξι χρόνια του σχολείου
πάει η παιδική ζωή μου
μικρούλα μ’ έφερε η μαμά μου στο σχολείο
και με κρατούσε από το χέρι
τώρα μεγάλη πια
μπαίνω και γω μέσ’ τη ζωή
τι θ’απογίνω ποιος το ξέρει

(χειροκρότημα έπεσε εδώ)

Επίσης αποκόμισα ένα απόσπασμα κάποιου Προέδρου του χωριού Ντελμπέζι (η ελληνική ονομασία ήταν Μαγκριώτισσα Ν. Σερρών, τώρα από το χωριό σώζεται μια εκκλησία η Αγ.Παρασκευή, το υπόλοιπο χωριό κάηκε ή καταστράφηκε το 1947)

Εν πάσει περιπτώσει ο τότε κ. Πρόεδρος είπε για welcome τα εξής:
"Αθάνατοι πεθαμένοι
Σας έφεράμε λίγα λουλούδια
Που τα λένε χαρδαλιές
Ήταν να’ρτν κ’ άλλοι
Αλλά πήγαν στα αρπαλίκια
Είχαν δουλειές
Να μαζέψουν χαρδαλιές"


Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Η κυρά της θάλασσας - Παραμύθι



Μια φορά κι έναν καιρό, στον απέραντο βυθό της θάλασσας είχε το παλάτι της μία πανέμορφη σειρήνα.


Κάθε μέρα μετά το ηλιοβασίλεμα ανέβαινε πάνω στον αφρό, πάντα σ'ένα συγκεκριμένο σημείο, όπου ήταν ένας μεγάλος βράχος. Εκεί καθόταν, αγνάντευε τα καράβια κι έπαιζε με την κιθάρα της μελωδικούς σκοπούς. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια.


Μια μέρα όμως, ένα καράβι πέρασε τόσο κοντά της, που ο καπετάνιος του, μόλις την είδε, θαμπώθηκε από τη ομορφιά της και την ερωτεύτηκε παράφορα.


Τι να έκανε όμως? Το καράβι ταξίδευε και έπρεπε να φτάσει στο προορισμό του! Έπρεπε όμως να της μιλήσει. Να της πει πόσο πολύ ερωτευμένος είναι. Και να τι σκέφτηκε!


Πήρε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε τον καημό του, το έβαλε μέσα σε ένα άδειο μπουκάλι, το έκλεισε με έναν φελλό και το έριξε στη θάλασσα λέγοντας:


Θάλασσα που σ'αγαπώ
Έλα πάρε τον καημό,
Στο'κλεισα στο μπουκαλάκι
Την κυρά σου έχω μεράκι.
 Ύστερα ακούμπησε στην κουπαστή και κοιτούσε το μπουκάλι ώσπου χάθηκε από τα μάτια του.


Πέρασαν αρκετές μέρες και κάποια από αυτές η Σειρήνα ανέβηκε πάλι στον αφρό της θάλασσας και βρήκε το μπουκάλι να επιπλέει δίπλα της.


Το άνοιξε και διάβασε τι ήταν γραμμένο μέσα. Αμέσως έπεσε σε μεγάλη περισυλλογή. Τα όμορφα λόγια που διάβασε, έκαναν την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά.


Τον αγάπησε μόνο μέσα από ένα κομμάτι χαρτί.


 Έπρεπε να βρει τον καπετάνιο. Ναι! Έπρεπε! Αλλά πως? Με ποιον τρόπο? Πήγε λοιπόν και βρήκε τον αδελφό της τον Ποσειδώνα που είναι Βασιλιάς της Θάλασσας και τον παρακάλεσε να ψάξει να βρει τον αγαπημένο της καπετάνιο.


Ο Ποσειδώνας της υποσχέθηκε πως θα εκτελέσει την επιθυμία της, διότι αληθινά ήθελε να την δει ευτυχισμένη.


Η Σειρήνα, γεμάτη χαρά, βούτηξε στο βυθό που ήταν το παλάτι της και άρχισε να χτενίζεται, να πλένεται, να βάφεται. Μέχρι που ειδοποίησε όλες τις γοργόνες να της φτιάξουν το ωραιότερο κολιέ από σπάνια κοράλλια και φιλντισένια όστρακα!


Εκείνες υπάκουσαν στη κυρά της θάλασσας και εκτελούσαν κάθε της διαταγή. Μέχρι και ολομέταξες μπλούζες με χρυσοποίκιλτα στολίδια κατάφεραν να φτιάξουν!


Οι μέρες, όμως, περνούσαν και ο Ποσειδώνας δεν είχε ανακαλύψει το καράβι με τον αγαπημένο καπετάνιο της αδελφής του.


Κάποιο δειλινό, όταν το φεγγάρι άρχιζε να ασημώνει τον ουρανό με το φως του, έπιασε μια τρικυμία, σήκωσε βουνά τα κύματα κι όσα καράβια έτυχε να περνούν από κει θαλασσοπνίγηκαν.


Τα ξάρτια τους έσπασαν  και τα πληρώματα βρέθηκαν στον απέραντο ωκεανό, όπου κολυμπώντας προσπαθούσαν να σωθούν.


Ανάμεσά τους κάποιος φώναζε:


-Κυρά της θάλασσας που είσαι? Τα κύματα σταμάτησε! Τα καράβια χάθηκαν, σώσε μας πνιγόμαστε!


Την απελπισμένη φωνή άκουσε ο Ποσειδώνας. Κολύμπησε γρήγορα κατά κει και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο καπετάνιος που γύρευε τόσο καιρό!


Ο Ποσειδώνας αφού σταμάτησε την τρικυμία και βεβαιώθηκε πως σώθηκαν όλοι οι ναυτικοί του πρότεινε την τρίαινά του. Ο καπετάνιος έπιασε την τρίαινα  αμέσως και μαζί με τον βασιλιά της θάλασσας κατέβηκαν στο βυθό όπου ήταν η Σειρήνα καθισμένη στο θρόνο της και τους περίμενε.


Ο καπετάνιος τάχασε! Πρώτα πρώτα γιατί βρήκε την αγαπημένη του αλλά και από τα πλούτη και την πολυτέλεια που περιτριγύριζαν την γοργόνα του! Και αμέσως σκέφτηκε πως δεν είχε καμία ελπίδα να τον αγαπήσει η γοργόνα, ποια γυναίκα θα άφηνε τέτοια πλούτη για έναν άντρα?


Η Σειρήνα διάβασε τη σκέψη του αγαπημένου της καπετάνιου. Σηκώθηκε από τον θρόνο της, του άπλωσε τα χέρια και του έκανε νόημα να πλησιάσει. Εκείνος την πλησίασε και εκείνη λικνίζοντας το κορμί της με την ψαρένια της ουρά και μ'ένα χαμόγελο όλο πονηριά του είπε:


-Σήκωσε το κάθισμα του θρόνου από κάτω θα βρεις ένα χρυσό κασελάκι, άνοιξε το και πες μου τι έχει μέσα.


Πράγματι εκείνος έκανε όπως του είπε η αγαπημένη του. Ανοίγοντας λοιπόν το κασελάκι βρήκε ένα γράμμα, ένα σπαθί, ένα παξιμάδι κι ένα μπουκαλάκι γεμάτο από το νερό της ζωής.


Κοίταξε με απορία την Σειρήνα σαν νά 'θελε να της πει, τώρα τι πρέπει να κάνω? Από την αμηχανία τον έβγαλε η αγαπημένη του λέγοντας:


-Σ'αγαπώ κι εγώ καλέ μου καπετάνιε, όμως υπάρχει κάποια δυσκολία. Για να γίνω γυναίκα σου διάβασε πρώτα το γράμμα


Ο καπετάνιος το άνοιξε αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά:


-Για να παντρευτεί η Σειρήνα τον άντρα που θα αγαπήσει, πρέπει πρώτα η ίδια να γίνει άνθρωπος με πόδια και ο μελλοντικός σύζυγος να της προσφέρει ένα παλάτι στη στεριά για να ζήσουν. Μετά, έχοντας για όπλα το σπαθί και το παξιμάδι πρέπει να νικήσει τον στρατό της Νεραϊδοχελώνας που πολιορκεί τον βυθό της θάλασσας και αφού την πιάσει αιχμάλωτη πρέπει να την καταφέρει να του μαρτυρήσει το μυστικό με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσει το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής.


Ο καπετάνιος κούνησε το κεφάλι του, έπιασε από τη μέση την αγαπημένη του και της είπε:


-Η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη που θα κινήσω γη και ουρανό και θα βρω την άκρη και θα σε κάνω γυναίκα μου. Άσε με όμως να ξεκουραστώ λίγο για να έχω καθαρό μυαλό να σκεφτώ.


Πράγματι πήγε να ξεκουραστεί, μα ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το ναυάγιο που τον πήρε ένας βαθύς ύπνος και είδε ένα παράξενο όνειρο.


Ένα μεγάλο γαλάζιο αστέρι με κεφάλι ανθρώπου ήρθε και κάθισε δίπλα του, κρατώντας το γράμμα που πριν λίγο είχε διαβάσει.


-Τι το θέλεις εσύ? Ρώτησε ο καπετάνιος.


-Για σένα το έφερα, απάντησε το αστέρι, και στάσου να ακούσεις προσεκτικά ό,τι θα σου πω.


Ανακάθισε ο καπετάνιος στο κρεβάτι, άνοιξε διάπλατα μάτια και αυτιά και άκουσε προσεχτικά το αστέρι.


-Αυτά που θα ακούσεις είναι η λύση που θέλεις στο αίνιγμα του προβλήματος που γράφει το γράμμα. Λοιπόν, πρώτα πρέπει να πας να εξοντώσεις το στρατό της Νεραϊδοχελώνας.


Στο σπαθί που θα κρατάς στα χέρια σου, εγώ θα δώσω δύναμη και έτσι θα νικήσεις όλο το στρατό. Με το παξιμάδι στο χέρι, πλησίασε το στόμα της Νεραϊδοχελώνας μα πρώτα, πριν της το ρίξεις στο στόμα, βούτηξέ το και τύλιξέ το σε τούτα εδώ τα φύκια.


Μόλις φάει το τυλιγμένο παξιμάδι θα γίνει ήρεμη σαν αρνάκι. Τότε πρέπει να ενεργήσεις γρήγορα. Κόψε της την ουρά και υποχρέωσέ την να σου μαρτυρήσει το μυστικό για το πώς θα χρησιμοποιήσεις το μπουκαλάκι με το νερό της ζωής.


Ύστερα θ'ανέβεις στον αφρό της θάλασσας, παρακαλώντας τον Βασιλιά Ποσειδώνα να σου δώσει ένα καράβι για να πας στις γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί θα φτιάξεις το παλάτι που θα καθίσεις με την αγαπημένη σου γυναίκα.


-Και πως θα φτιάξω το παλάτι? Ρώτησε ο καπετάνιος


-Πολύ απλά! Πάρε τόσα βότσαλα όσα τα δωμάτια που θα κάνεις, γέμισε το χρυσό κασελάκι με άμμο, γέμισε κι ένα μεγάλο μπουκάλι νερό της θάλασσας και σαν φτάσεις στις γαλάζιες βουνοκορφές φώναξέ με!


Κατενθουσιασμένος κι ευτυχισμένος ο καλός καπετάνιος ευχαρίστησε το γαλάζιο αστέρι για το καλό που του έκανε, μα κείνη τη στιγμή τ'αστέρι χάθηκε κι εκείνος ξύπνησε αναστατωμένος με όσα είχε δει. Και το πιο παράξενο είναι ότι δίπλα του ήταν ένας μεγάλος σωρός από φύκια!


Έκανε το σταυρό του για την τύχη που είχε και πήγε στην αγαπημένη του Σειρήνα. Της είπε πως είναι έτοιμος να εκπληρώσει το καθήκον του για την ευτυχία τους και κρατώντας το σπαθί, το παξιμάδι και το μπουκαλάκι αποχαιρέτησε την αγαπημένη του.


Νίκησε τον στρατό της Νεραϊδοχελώνας, καθώς και όλα όσα είχε δει στον ύπνο του.


Είχε φτάσει η στιγμή για το μυστικό και η Νεραϊδοχελώνα του είπε πως με το νερό θα πρέπει να ραντίσει την ουρά της Σειρήνας και μετά να πιουν και οι δύο από αυτό!


Έτσι κι έκανε. Και ναι! Καλά το φανταστήκατε! Στη θέση της ουράς εμφανίστηκαν πόδια κι η Σειρήνα έγινε ένας κανονικός άνθρωπος!


Ο καπετάνιος όμως είχε να ολοκληρώσει το έργο του.


Δίνοντας ένα γλυκό φιλί στη αγαπημένη του έφυγε για τις Γαλάζιες βουνοκορφές, όπου εκεί αφού μάζεψε τα βότσαλα φώναξε το γαλάζιο αστέρι!


Το γαλάζιο αστέρι χαμογελώντας κάλεσε το καλό πνεύμα της χαράς και της ευτυχίας και του έδωσε διαταγή να φτιάξει το παλάτι που ήθελε ο καπετάνιος.


Μονομιάς ένα δυνατό φως πλημμύρισε όλον τον τόπο.


Οι βουνοκορφές παραμέρισαν και χιλιάδες εργάτες παρουσιάστηκαν όπου κάθε ένας είχε από τέσσερα χέρια.


Έτσι το παλάτι μέχρι το βράδυ ήταν έτοιμο. Έτσι όλα έγιναν πραγματικότητα για τον καπετάνιο και την Σειρήνα, που ευτυχισμένοι έκαναν τον γάμο τους μέσα σ'ένα καράβι για να μπορεί να είναι στο γάμο και ο αδελφός της ο Ποσειδώνας!


Το τι γλέντι έγινε δεν περιγράφεται. Το καράβι, πλημμυρισμένο φώτα, έμοιαζε σαν γαλαξίας αστεριών, χιλιάδες γοργόνες με τις κιθάρες έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν.


Τα δελφίνια έκαναν βόλτες γύρω από το πλοίο, οι γλάροι είχαν γεμίσει τα ξάρτια και μαζεμένες ψαροπαρέες γύρω από το καράβι περίμεναν με ανοιχτό το στόμα τις λιχουδιές που τους πετούσαν!


Σαν νύχτωσε και το γλέντι τελείωσε, η αυλαία έκλεισε και το νιόπαντρο ζευγάρι πάνω στην χρυσή άμαξα, δώρο του Ποσειδώνα, έφυγαν για το παλάτι τους.


Εκεί ζουν ευτυχισμένοι και όσοι περνούν από τις γαλάζιες βουνοκορφές, λένε ότι ακούνε τα μελωδικά τραγούδια της Σειρήνας να τραγουδά την ευτυχία και την αγάπη του άντρα της.


Λένε ακόμα ότι περνάνε καλά μα εμείς περνάμε καλύτερα..




Το παραμύθι αυτό το βρήκα από δω




Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Η άνθρωπος

Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα ιδώ το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν' αρμοστώ.

«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσο πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ' το πλευρό του δεν μ' έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι' είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι' εγώ, έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ' τον ήλιο
κι' έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ' εκείνον ν' αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι' εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν' αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

Ζωή Καρέλλη, Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)

Το πήρα από εδώ Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Γιατί ο έρωτας είναι τυφλός και τον συνοδεύει πάντα η τρέλα

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου.

Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
‘Τι είναι το κρυφτό;’

Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιέφερε ποτέ τίποτα- να παίξουν κι αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν:
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν, η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και η Δειλία δεν ήθελε να ρισκάρει.

‘Ένα, δύο, τρία, άρχισε να μετράει η Τρέλα.

Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο oποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της οπότε την άφηνε ελεύθερη.
Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν.
Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί….

1000, μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.

Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία.
Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.
Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.
Σιγά-σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.

Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.
Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου.

Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει, έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.

Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει...

Και αν θέλετε να το ακούσετε κιόλας πατήστε εδώ

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Μύθι, μύθι παραμύθι,


το κουκί και το ροβίθι.
Πού να κρύψουμε τη νύφη;
Αποκατ'απ'το κρεβάτι.
Πάει ο λύκος μ'ένα μάτι
και αρπάζει ένα κομμάτι,
και την παίρνει απ'το κρεβάτι,
και την πάει στη φωλιά του
και της κάνει κούι κούι,
και κανείς δεν τον ακούει.
Μον' ο Γιώργος από πέρα
με την κοφτερή μαχαίρα.
Καλησπέρα την παραμυθιού.
Καλως τη γριά την κλανού.

Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο πολύ μακρινό, ζούσε ένας βασιλιάς με τη βασίλισσά του και τη λατρεμένη τους κόρη. Σαν άρχοντας ήταν δίκαιος και καλοσυνάτος, αγαπούσε το λαό του και ο λαός τον καλοτύχιζε και τον υπηρετούσε πιστά. Κανένα σύννεφο δε σκίαζε την ευτυχία του, κανένα παράπονο δεν έφτανε στ' αφτιά του, καμία θλίψη δεν ακουμπούσε ποτέ την καρδιά τη δική του και της οικογένειάς του.

Μια μέρα πέρασε κάτω από τα παράθυρα του παλατιού μια σκυφτή γριά τσιγγάνα με την πραμάτεια της. «Καημό, φώναζε με τη συρτή φωνή της, πουλάω καημόοοο…».
Η νεαρή βασιλοπούλα που καθόταν ολομόναχη στα δώματά της, την άκουσε, έσκυψε στο παράθυρο και τη φώναξε.
«Τι είναι ο καημός γριούλα μου, τη ρώτησε, δεν τον έχω ξανακούσει!»
Η τσιγγάνα, έκρυψε με την παλάμη της το φως από τον ήλιο και κοίταξε ψηλά στο παράθυρο: «Δε γνωρίζεις τι είναι ο καημός;» είπε όλο απορία.
Τα ορθάνοιχτα μάτια της βασιλοπούλας άνοιξαν ακόμη περισσότερο...
«Μα, κόρη μου, δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην έχει καημό».
«Μα, τότε θέλω να αποκτήσω και εγώ!» απάντησε η χαϊδεμένη κόρη ρίχνοντας στην ποδιά της τσιγγάνας ένα χρυσό νόμισμα…

Κι εκείνη έβγαλε αργά από την τσέπη της ένα τόσοδα μικρό σπιρτόκουτο, το πέταξε στα χέρια της μικρής και απομακρύνθηκε. Μόλις η βασιλοπούλα βρέθηκε μονάχη στα διαμερίσματά της, άνοιξε με λαχτάρα το κουτάκι και…προς μεγάλη της έκπληξη, πετάχτηκε από μέσα ένα μικρό φιδάκι που σύρθηκε αρχικά μέσα στο δωμάτιο, κι έπειτα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει...και να μεγαλώνει, ώσπου μέσα σε λίγες στιγμές μεταμορφώθηκε σε ένα γιγάντιο δράκο.
«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε τρομαγμένη.
«Εγώ είμαι ο Καημός σου, απάντησε ήρεμα ο δράκος …και από εδώ και στο εξής θα είμαι πάντα μαζί σου» κι έπειτα με κρότο σύρθηκε έξω από το δωμάτιο.

Μέσα σε λίγες μέρες ο τεράστιος δράκος ξεκλήρισε την πολιτεία. Αφού έφαγε το βασιλιά και την βασίλισσα, τους αυλικούς και τους υπηρέτες του παλατιού, καταβρόχθισε και όλους τους υπηκόους και ερήμωσε το βασίλειο. Άδικα η κόρη έκλαιγε και παρακαλούσε για έλεος. Μόνη πια, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, η βασιλοπούλα εγκατέλειψε τη χώρα της και χάθηκε στο δάσος. Μέρες αργότερα, εξαντλημένη, διψασμένη και με φθαρμένα φορέματα έφτασε στο διπλανό βασίλειο. Τόση όμως ήταν η ομορφιά της, που ο πρίγκιπας που την υποδέχτηκε, θαμπώθηκε και τη ζήτησε σε γάμο αμέσως. Οι γάμοι έγιναν με κάθε μεγαλοπρέπεια και το χαμόγελο άνθισε για λίγο στα χείλη της και πάλι.

Σύντομα, η νέα βασίλισσα έμεινε έγκυος. Ο βασιλιάς και σύζυγός της τον τελευταίο μήνα χρειάστηκε να ταξιδέψει στο διπλανό βασίλειο, αλλά τίποτα ανησυχητικό δεν υπήρχε στην εγκυμοσύνη της. Το βράδυ, όμως, που έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγόρι, ξαναεμφανίστηκε μπροστά της ο τρομερός δράκος, ο Καημός. Έντρομη έπεσε στα γόνατα: « γιατί ήλθες; τι θέλεις;» ρώτησε κλαίγοντας σχεδόν. «Ήρθα για να φάω το παιδί σου!» απάντησε ήρεμος πάντα ο δράκος.
«Όχι, σε ικετεύω. Να, φάε εμένα στη θέση του» του είπε προσφέροντας το κορμί της στα δόντια του. «Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της απάντησε και καταβρόχθισε το παιδί.

Το άλλο πρωί η βασιλομήτωρ πεθερά αναζήτησε το μωρό.
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» απάντησε η έρημη μητέρα.
«Το παιδί σου έφαγες; Χίλια καλά έχουμε στο παλάτι. Πως το έκανες;» τη ρώτησε τρέμοντας.
Τη στιγμή εκείνη μπήκε στο δωμάτιο και ο βασιλιάς, που μόλις είχε επιστρέψει από το ταξίδι, για να δει το γιο του. Φοβήθηκε η μητέρα τον πόνο και την οργή του γιου της και του έκρυψε την αλήθεια.
«Ο γιος σου πέθανε στη γέννα» του είπε. «Αλλά έχει ο Θεός, μην απελπίζεσαι» τον παρηγόρησε.

Σύντομα, η βασίλισσα έμεινε και πάλι έγκυος κι όλοι ξαναχαμογέλασαν. Το βράδυ, όμως, που έφερε στον κόσμο ένα δεύτερο υγιέστατο αγόρι, ξαναεμφανίστηκε μπροστά της ο Καημός.
«Ήρθα για να φάω το παιδί σου!»
«Όχι πάλι, όχι και αυτό...σε ικετεύω. Να, πάρε εμένα στη θέση του»!
«Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της απάντησε και καταβρόχθισε το αγόρι.

Το άλλο πρωί η πεθερά της πήγε να τη βρει.
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» της είπε.
«Μα είχα γεμίσει το δωμάτιο καλούδια, μην τύχει και πεινάσεις.»
«Δεν μου ‘φτασαν…κι ήταν αργά να σε φωνάξω.»
Για άλλη μια φορά, φοβήθηκε η μητέρα τον πόνο και την οργή του γιου της βασιλιά κι όταν πήγε να δει το παιδί, του 'κρυψε την αλήθεια.
«Ο γιος σου πέθανε και πάλι στη γέννα» του είπε. «Αλλά έχει ο Θεός, μην απελπίζεσαι».

Ένα χρόνο αργότερα, η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι.
Το ίδιο βράδυ, να σου μπροστά της ο Καημός.
«Ήρθα για να φάω το παιδί σου!»
«Όχι, όχι...σε ικετεύω. Φάε, φάε εμένα στη θέση του» του φώναζε με λυγμούς.
«Δε γίνεται. Δεν θα ‘μουν ο Καημός σου αν έτρωγα εσένα» της είπε και καταβρόχθισε το κοριτσάκι.

Το άλλο πρωί τρέχει η πεθερά όλο αγωνία για το παιδί.
«Πείνασα το βράδυ και το έφαγα» της είπε.
«Μα είχα πάλι γεμίσει το δωμάτιο καλούδια, κι είχα και τη δούλα απέξω ό,τι χρειαστείς να το ζητήσεις.»
«Αυτό λιμπίστηκα, αυτό έφαγα.»

Σε λίγο, να κι ο βασιλιάς που ψάχνει για την κόρη του. Μα τούτη τη φορά η μητέρα δεν τόλμησε να του κρύψει την αλήθεια. «Την έφαγε την κόρη σου η άκαρδη η μάνα. Όπως είχε φάει και τους γιους σου. Ψέματα είχα πει. Η γυναίκα σου είναι λάμια. Αυτή σκότωσε και τα τρία σου τα παιδιά».

Έντρομος και μέσα σε θρήνους ο βασιλιάς ζητά μια εξήγηση μα εκείνη μιλιά!!!. Τότε έξαλλος διατάζει τους φρουρούς να τη σύρουν από τα μαλλιά για να την εκτελέσουν αμέσως.

Τη στιγμή όμως που την άγγιξαν, εμφανίστηκε ο δράκος.

«Αφού δεν με μαρτύρησες και αφού δεν βαρυγκώμησες για τον καημό σου, σου χαρίζω πίσω ό, τι σου πήρα» της είπε και ανοίγοντας το στόμα του της ξανάδωσε, όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και την οικογένεια και τους χαμένους υπηκόους της. Και έπειτα, χάθηκε ξαφνικά όπως ήρθε.

Όλοι αγκαλιάστηκαν.
Κι έτρωγαν κ'έπιναν
κι εψοφούσαν απ'την πείνα.

Ο καημός (ελληνικό παραδοσιακό παραμύθι που συναντάται σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα)